κνωδάλιον

κνωδάλιον
κνωδάλιον, τὸ (Α)
ζωύφιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαλον + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. αμφόρ-ιον, φιάλ-ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κνώδαλο — το (AM κνώδαλον) (για πρόσ.) χαζός ή ανάξιος, τιποτένιος μσν. αρχ. κάθε άγριο ή επικίνδυνο και βλαβερό ζώο (α. «κνώδαλ ὅσ ἤπειρος πολλὰ τρέφει ἠδέ θάλασσα», Ησίοδ. αρχ. οποιοδήποτε ζώο («κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”